μονόκοιτος

μονόκοιτος
μονόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται μόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -κοιτος(< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. αγλαό-κοιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μονόκοιτοι — μονόκοιτος sleeping alone masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοκοίτιος — μονοκοίτιος, ον (Α) [μονόκοιτος] αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να κοιμηθεί μόνο ένα άτομο …   Dictionary of Greek

  • μονοκοιτώ — μονοκοιτῶ, έω (Α) [μονόκοιτος] κοιμάμαι μόνος …   Dictionary of Greek

  • μονολεχής — μονολεχής, ιων. τ. μουνολεχής, ές (Α) μονόκοιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λεχής (< λέχος), πρβλ. κοινο λεχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”